Μέρα 1η – Η Άφιξη Το ταξίδι ήταν κάπως, πώς να το πω, μυστηριακό… Ταξιδεύαμε μέσα σε απίστευτη ομίχλη και πηγαίναμε και πηγαίναμε και νησί δεν βλέπαμε. Κάποια στιγμή μπήκαμε σε ένα λιμανάκι και καταλάβαμε ότι αυτό που απλωνόταν μπροστά μας ήταν ο Πόρος. Εντελώς ξαφνικά όμως. Σε απόσταση ελάχιστων μέτρων. Τι χαρά! Στεριά!
Καμιά ωρίτσα μετά, φτάσαμε και στη θρυλική Βίλα 1. Οι εντυπώσεις από τη διαδρομή ανάμικτες. Ωραία η διαδρομή δίπλα στη θάλασσα, αλλά πολύ στενός ο δρόμος, σε απελπιστικό σημείο.. Όταν μάλιστα φτάσεις σε κατοικημένη περιοχή, συνειδητοποιείς ότι η ρυμοτομία είναι μάλλον άγνωστος όρος για την περιοχή και εύχεσαι να μην έρχεται αυτοκίνητο από την αντίθετη κατεύθυνση γιατί θα το δεις κυριολεκτικά σε απόσταση αναπνοής. Τόσο απότομες είναι οι στροφές!
Και επανέρχομαι στη Βίλα 1. Το συγκρότημα με τα σπιτάκια εκτεινόταν σε μια έκταση γεμάτη πεύκα, στην κορυφή ενός λόφου δίπλα στη θάλασσα. Πρώτη εντύπωση βιαστική, μάλλον καλή. Ήμασταν τόσο ανυπόμονοι να βουτήξουμε στις θεϊκές παραλίες της Κεφαλονιάς, που αφήσαμε τα πράγματά μας, βάλαμε μαγιό και κατευθυνθήκαμε στην κοντινότερη παραλία. Ούτε 3 λεπτά με το αυτοκίνητο. Η μικρή παραλία ήταν όμορφη, τα νερά καθαρά, ήσυχα, ρηχά, ό,τι έπρεπε για τις ταρζανιές του μικρού. Κοιταζόμασταν και δεν πιστεύαμε τα μάτια μας. Παράδεισος μας φάνηκε! Οι μέρες που είχαμε μπροστά μας φάνταζαν απίστευτα ειδυλλιακές…

Μέρα 2 – Ο Εφιάλτης
Την επόμενη μέρα ξύπνησα πρωί, πρώτη από όλους, έφτιαξα καφεδάκι και βγήκα στη βεράντα αποφασισμένη να ξεκινήσω τη μέρα μου χαλαρά, ρεμβάζοντας…
Χτύπημα πρώτο: Ενώ κάθομαι αμέριμνη, πιάνω την κίνηση με την άκρη του ματιού μου. Ένα ποντίκι διασχίζει σφαιράτο τη βεράντα, κατεβαίνει με κάποιον αδιευκρίνιστο τρόπο (!!!) τα λιγοστά σκαλιά και εξαφανίζεται μέσα στη βλάστηση! Πανικός!
Χτύπημα δεύτερο: Ενώ προσπαθώ να ανακτήσω την ψυχραιμία μου (σκεπτόμενη ότι για όνομα του Θεού, μέσα στη φύση ήμασταν σχεδόν, πώς έκανα έτσι;) συνειδητοποιώ ότι θα έπρεπε εγώ τώρα κανονικά να έχω μπροστά μου, στο πιάτο, το Ιόνιο. Αμ δε! Το Ιόνιο μπορεί να ήταν σε πιάτο, αλλά αυτό το πιάτο ήταν πίσω από άπειρους κορμούς πεύκων. Ιόνιο; Α, ναι; Σκύβεις λίγο μπροστά, παίρνεις και μια ελαφριά κλίση προς τα αριστερά και ναι, εκεί στο βάθος, το διακρίνεις!
Χτύπημα τρίτο: Σκόνη αρχίζει να έρχεται στο πρόσωπό μου. Το χώμα και τα χαλίκια στο έδαφος, μαζί με τις πευκοβελόνες αρχίζουν και γεμίζουν τη βεράντα. Φυσάει! Από πού; Μάλλον από το βοριά, καταλήγω. Ωραία, δεν μας πιάνει. Είμαστε στο νότο!
Χτύπημα τέταρτο: Κανά δυο ωρίτσες μετά, ξεκινάμε ακάθεκτοι για την παραλία. Θέλουμε μια μεγάλη γεύση από τον χτεσινό παράδεισο. Αμ δε! Ο παράδεισος έχει γίνει κόλαση! Η θάλασσα είναι τρικυμισμένη για αδιευκρίνιστο λόγο και με παράξενο τρόπο. Δεν φυσάει από τα ανοιχτά, ωστόσο τα κύματα είναι υπερβολικά μεγάλο. Έξτρα μπόνους, μια τεράστια φυκόμαζα που πλέει ανόρεχτα και αυτή στην επιφάνεια… Και τώρα; Η απόφαση παίρνεται γρήγορα. Τόσες παραλίες έχει το νησί. Βουρ για την επόμενη. Κάπου θα υπάρχει μια απάνεμη γωνιά να απλώσουμε το κορμάκι μας.
Χτύπημα πέμπτο: Αμ δε! Πήγαμε ανατολικά, πήγαμε πιο νότια… Σαν την άδικη κατάρα γυρνάγαμε. Τίποτα. Παντού το ίδιο χάλι. Απελπισία. Από πού φύσαγε επιτέλους αυτός ο αέρας. Ανεμοστρόβιλος ήταν; Επιστροφή στη Βίλα. Θα δοκιμάσουμε την πισίνα!
Χτύπημα έκτο: Τι τις θέλουνε τις πισίνες με τέσσερα μέτρα βάθος σε ένα απλό συγκρότημα ενοικιαζόμενων; Και χωρίς ναυαγοσώστη; Ας μου λύσει κάποιος αυτή την απορία. Θα ερχόταν ο Λουγκάνις να προπονηθεί στις καταδύσεις; Πώς να το βάλω το μικρό μέσα σε μια έρημη πισίνα; Ποιος θα μας σώσει αν γίνει κάτι; Γιατί ξέχασα να σας πω το καλύτερο. Το συγκρότημα που είχε όλες τις βίλες δήθεν γεμάτες, ήταν σαν σκηνικό από ταινία με ζόμπι. Έβλεπες αραιά και πού κάποιον να περνά, και μετά τίποτα, ερημιά. Σεληνιακό τοπίο. Μοναδική εξαίρεση ένας ταλαίπωρος παππούς που μέρα νύχτα σκούπιζε τις πευκοβελόνες. Χαρά στο κουράγιο του!
Αργά το απόγευμα, χολοσκασμένοι, ξαναδοκιμάζουμε την μικρή κοντινή παραλία. Τζίφος. Η κατάσταση είναι η ίδια, μπορεί και χειρότερη. Η άμμος έχει γίνει βούρκος και η φυκόμαζα εκεί, ακάθεκτη, ούτε έξω πάει, ούτε μέσα. Εν τω μεταξύ έχουν αρχίσει και κάνουν την εμφάνισή τους στον ουρανό πυροσβεστικά αεροπλάνα. Ωραία. Οι φωτιές μας έλειπαν! Κι όπως ήμασταν χωμένοι στα πεύκα, ποιος τη χάρη μας! Αρχίζουν τα τηλέφωνα σε συγγενείς που ήταν στην Αθήνα και είχαν πρόσβαση σε υπολογιστή. Τι γίνεται με τις φωτιές; Τι λέει η ΕΜΥ; Θα πέσει ο αέρας;
Οι φωτιές είναι στη Ζάκυνθο και ο αέρας θα κρατήσει κανα δυο μέρες ακόμα! Ωραία.
Επιστροφή στη Βίλα. Ο παππούς-ζόμπι, σε κατάσταση ετοιμότητας, προφανώς λόγω των πυροσβεστικών αεροπλάνων, συνεχίζει να μαζεύει πευκοβελόνες μανιωδώς. Για παν ενδεχόμενο. Ντυνόμαστε και βγαίνουμε για φαγητό. Αυτό είναι και το μόνο σημείο που νιώθουμε την τύχη να μας χαμογελάει.
Ένας Ελαιώνας (αυτό είναι το όνομα της ταβέρνας-εστιατορίου) βρίσκεται μπροστά μας, όμορφος, καλοφτιαγμένος, φροντισμένος. Προσπαθούμε να χαλαρώσουμε (επιτέλους) και απολαμβάνουμε πραγματικά εξαιρετικά φαγητά. Κάτι σειρήνες πυροσβεστικών αυτοκινήτων που περνούν απ’ έξω μας το χαλάνε λίγο, αλλά τι στο καλό; Πόσο πια μπορεί να στραβώσει αυτή η μέρα; Γυρνάμε στη Βίλα και πέφτουμε για ύπνο… Αύριο είναι μια άλλη μέρα και έχουμε να πάρουμε αποφάσεις!
Μέρα 3 – Ο δρόμος προς τη σωτηρία Πρωί πρωί ξυπνάμε γεμάτοι ελπίδα. Με συνοπτικές διαδικασίες επισκεπτόμαστε την κοντινή παραλία, ξαναβλέπουμε την ίδια κατάσταση, μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και κατευθυνόμαστε απελπισμένοι προς Αργοστόλι. Εντελώς τυχαία λίγη ώρα αργότερα καταλήγουμε στη Λάσση και αποφασίζουμε να δούμε και τις διαβόητες παραλίες (Μακρύς και Πλατύς Γιαλός) που σύμφωνα με όσα κυκλοφορούν στο ίντερνετ είναι χάλια γιατί μαζεύουν όλο τον κόσμο μπλα μπλα μπλα.

Ε, λοιπόν, μην πιστεύετε ό,τι διαβάζετε. Αυτές οι δύο παραλίες για εμάς είναι οι ωραιότερες του νησιού! Καθαρές, οργανωμένες, με διάφανα μαγευτικά νερά, απάνεμες κατά έναν περίεργο τρόπο… Αράξαμε στις ξαπλώστρες και άρχισε η ανοιχτή γραμμή με την Αθήνα. Η Ρ. ανέλαβε το δύσκολο καθήκον, να μας βρει αξιοπρεπές κατάλυμα στην περιοχή. Η τύχη είχε γυρίσει με το μέρος μας.

Το κατάλυμα βρέθηκε, το είδαμε, μας άρεσε, το κλείσαμε και πρωί πρωί την επόμενη μέρα αφήσαμε τη Βίλα τρέχοντας σαν τρελοί! Το μόνο που κρατήσαμε από την περιοχή ήταν ο Ελαιώνας, η φοβερή ταβέρνα, στην οποία πηγαίναμε κάθε βράδυ για φαγητό! Και έτσι ξεκίνησαν οι πραγματικές διακοπές μας στην Κεφαλονιά.